μικροπόνηρος

μικροπόνηρος
η , ο [ος , ον ] хитрый в мелочах, плутоватый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μικροπόνηρος" в других словарях:

  • μικροπόνηρος — η, ο (Α μικροπόνηρος, η, ον) αυτός που είναι πονηρός σχετικά με μικρά και ανάξια λόγου πράγματα, ο κουτοπόνηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + πονηρός] …   Dictionary of Greek

  • μικροπόνηροι — μικροπόνηρος wicked in small things masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικροπονηριά — και μικροπονηρία η 1. η ιδιότητα τού μικροπόνηρου, κουτοπονηριά 2. πράξη που οφείλεται σε μικροπονηρίά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικροπόνηρος. Η λ., στον τ. μικροπονηρία, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»